παγκόσμιος
[paŋˈgozmios], παγκόσμια, παγκόσμιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- είμαι παγκοσμίου κλάσηςzur Weltklasse gehörenθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- παγκόσμια επιτυχίαθηλυκό | Femininum, weiblich fWelterfolgαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples