κατάταξη
[kaˈtataksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einordnungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάταξη ένταξηκατάταξη ένταξη
- Klassifizierungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάταξη ταξινόμησηκατάταξη ταξινόμηση
examples
- κατάταξη στο στρατό στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατEinziehungθηλυκό | Femininum, weiblich f