ιστορία
[istoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geschichteθηλυκό | Femininum, weiblich fιστορία της ανθρωπότηταςιστορία της ανθρωπότητας
- Geschichteθηλυκό | Femininum, weiblich fιστορία υπόθεσηAngelegenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fιστορία υπόθεσηιστορία υπόθεση
- Geschichteθηλυκό | Femininum, weiblich fιστορία διήγησηErzählungθηλυκό | Femininum, weiblich fιστορία διήγησηιστορία διήγηση