„νομίζω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα νομίζω [noˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) meinen, glauben, halten meinen νομίζω έχω τη γνώμη, την ιδέα νομίζω έχω τη γνώμη, την ιδέα glauben νομίζω έχω την πεποίθηση νομίζω έχω την πεποίθηση halten (+αιτιατική | +Akkusativ+akk για für) νομίζω θεωρώ νομίζω θεωρώ examples δεν (το) νομίζω ich glaube nicht δεν (το) νομίζω νομίζω πως ναι ich glaube schon νομίζω πως ναι