Netz
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-es; -e>in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- δίχτυNeutrum, sächlich | ουδέτερο nNetzNetz
- δίχτυαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplNetz Sport | αθλητισμόςSPORTτέρμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nNetz Sport | αθλητισμόςSPORTNetz Sport | αθλητισμόςSPORT
examples
- das Netz Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTτο ίντερνετNeutrum, sächlich | ουδέτερο nτο ιντερνέτNeutrum, sächlich | ουδέτερο n