„wagen“: transitives Verb wagentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τολμώ (απο)τολμώ (zu να) wagen wagen
„Wagen“: Maskulinum, männlich WagenMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αυτοκίνητο, άμαξα, καρότσι, καροτσάκι, άρμα, αμάξι, βαγόνι αυτοκίνητοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wagen Auto αμάξιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wagen Auto Wagen Auto άμαξαFemininum, weiblich | θηλυκό f Wagen Bahn | σιδηρόδρομοςBAHN βαγόνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wagen Bahn | σιδηρόδρομοςBAHN Wagen Bahn | σιδηρόδρομοςBAHN καρότσιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wagen Einkaufswagen Wagen Einkaufswagen καροτσάκιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wagen Kinderwagen Wagen Kinderwagen άρμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Wagen Geschichte | ιστορίαHIST Wagen Geschichte | ιστορίαHIST examples der Große/Kleine Wagen Astronomie | αστρονομίαASTRON η Μεγάλη/Μικρή Άρκτος der Große/Kleine Wagen Astronomie | αστρονομίαASTRON