βαγόνι
[vaˈɣoni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wag(g)onαρσενικό | Maskulinum, männlich mβαγόνι τρένουWagenαρσενικό | Maskulinum, männlich mβαγόνι τρένουβαγόνι τρένου
examples
- βαγόνι-εστιατόριοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSpeisewagenαρσενικό | Maskulinum, männlich mZugrestaurantουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- βαγόνι παρατήρησηςAussichtswagenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- βαγόνι τρένουEisenbahnwaggonαρσενικό | Maskulinum, männlich m