„Blechbüchse“: Femininum, weiblich BlechbüchseFemininum, weiblich | θηλυκό f, BlechdoseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τενεκές, μεταλλικό/τενεκεδένιο κουτί τενεκέςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Blechbüchse μεταλλικό/τενεκεδένιο κουτίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Blechbüchse Blechbüchse