„sorglos“: Adjektiv sorglosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απρόσεκτος, ξένοιαστος, ανέμελος, αμέριμνος ξέ(γ)νοιαστος, ανέμελος, αμέριμνος sorglos unbekümmert sorglos unbekümmert απρόσεκτος sorglos leichtfertig sorglos leichtfertig