„naiv“: Adjektiv naivAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απλοϊκός, αφελής, αγαθός, κουτός απλοϊκός, αφελής, αγαθός naiv naiv κουτός naiv dumm naiv dumm