„unbesorgt“: Adjektiv unbesorgtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ξένοιαστος, αμέριμνος ξέ(γ)νοιαστος, αμέριμνος unbesorgt unbesorgt examples sei unbesorgt! μείνε ήσυχος!, έννοια σου! sei unbesorgt!