„blauäugig“: Adjektiv blauäugigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γαλανομάτης, αφελής γαλανομάτης blauäugig blauäugig αφελής blauäugig naiv blauäugig naiv