„αμέριμνος“ αμέριμνος [aˈmerimnos], αμέριμνη, αμέριμνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sorglos, sorgenfrei, unbesorgt sorglos, sorgenfrei, unbesorgt αμέριμνος αμέριμνος