„Qual“: Femininum, weiblich QualFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en; meist | συνήθωςmeistPlural | πληθυντικός pl> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βάσανο, τυραννία, μαρτύριο βάσανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Qual Leiden Qual Leiden τυραννίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Qual Qualerei μαρτύριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Qual Qualerei Qual Qualerei examples die Qual der Wahl haben δεν ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω die Qual der Wahl haben