„elend“: Adjektiv elendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ελεεινός, άθλιος ελεεινός, άθλιος elend elend
„Elend“: Neutrum, sächlich ElendNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κακομοιριά, μιζέρια, δυστυχία, αθλιότητα κακομοιριάFemininum, weiblich | θηλυκό f Elend δυστυχίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Elend Elend μιζέριαFemininum, weiblich | θηλυκό f Elend Armut αθλιότηταFemininum, weiblich | θηλυκό f Elend Armut Elend Armut examples er bekam das heulende Elend umgangssprachlich | οικείοumg άρχισε να αναστενάζει και να βογκάει er bekam das heulende Elend umgangssprachlich | οικείοumg er stand da wie ein Häufchen Elend στεκόταν εκεί σαν την προσωποποίηση της δυστυχίας er stand da wie ein Häufchen Elend