„τυραννία“: θηλυκό τυραννία [tiraˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tyrannei, Qual Tyranneiθηλυκό | Femininum, weiblich f τυραννία καθεστώς, συμπεριφορά τυραννία καθεστώς, συμπεριφορά Qualθηλυκό | Femininum, weiblich f τυραννία ταλαιπωρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ τυραννία ταλαιπωρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ