„Plage“: Femininum, weiblich PlageFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βάσανο, πληγή, πρόβλημα βάσανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Plage Plage πληγήFemininum, weiblich | θηλυκό f Plage Last, Belastung πρόβλημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Plage Last, Belastung Plage Last, Belastung examples du bist eine Plage! τι βάσανο που είσαι! du bist eine Plage!