„Seuche“: Femininum, weiblich SeucheFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιδημία, επιδημική νόσος επιδημίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Seuche επιδημική νόσοςFemininum, weiblich | θηλυκό f Seuche Seuche