„Joch“: Neutrum, sächlich JochNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e>auch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ζυγός ζυγόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Joch Joch