„Outsourcing“: Neutrum, sächlich OutsourcingNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανάθεση σε άλλη επιχείρηση ανάθεση σε συνεργάτη έξω από τη δική εταιρεία ανάθεση σε συνεργάτη έξω από τη δική εταιρεία Outsourcing Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH an einzelnen Mitarbeiter Outsourcing Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH an einzelnen Mitarbeiter ανάθεση σε άλλη επιχείρηση Outsourcing an andere Firma Outsourcing an andere Firma