„απλοϊκός“ απλοϊκός [aploiˈkos], απλοϊκή, απλοϊκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) naiv, einfältig naiv, einfältig απλοϊκός απλοϊκός