unberührt
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ανέγγιχτος, άθικτοςunberührtunberührt
- ανέπαφοςunberührt auch | και, επίσηςa. Naturunberührt auch | και, επίσηςa. Natur