„meist“: Adverb meistAdverb | επίρρημα adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τις περισσότερες φορές, συνήθως, ως επί το πλείστον τις περισσότερες φορές, συνήθως, ως επί το πλείστον meist meist
„meist(e)“: Adjektiv meistAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ο περισσότερος, ο πιο πολύς ο περισσότερος, ο πιο πολύς meist(e) sup meist(e) sup examples am meisten πιο πολύ, πιο πολύ απ’ όλους am meisten die meisten οι περισσότεροιMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mpl die meisten