περισσότερος
[periˈsoteros], περισσότερη, περισσότεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mehr (από als)περισσότεροςπερισσότερος
- längereπερισσότερος χρονικάπερισσότερος χρονικά