heißen
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <heißt; hieß; geheißen; Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ονομάζομαι, λέγομαι (Nominativ | ονομαστικήnom /Nominativ | ονομαστική nom)heißenheißen
- σημαίνωheißen bedeutenheißen bedeuten
examples
-
- ich heißeλέγομαι (Nominativ | ονομαστικήnom /Nominativ | ονομαστική nom)με λένε (Nominativ | ονομαστικήnom /Akkusativ | αιτιατική akk)
- wie heißt das auf Griechisch?πώς λέγεται στα Ελληνικά;
hide examplesshow examples