„αποφεύγω“: μεταβατικό ρήμα αποφεύγω [apoˈfevɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) meiden, vermeiden, umgehen meiden, vermeiden, umgehen αποφεύγω αποφεύγω examples αποφεύγω την απάντηση sich winden αποφεύγω την απάντηση