„Rohr“: Neutrum, sächlich RohrNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σωλήνας, αγωγός, καλάμι σωλήναςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Rohr Technik | τεχνικήTECH αγωγόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Rohr Technik | τεχνικήTECH Rohr Technik | τεχνικήTECH καλάμιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Rohr Botanik | βοτανικήBOT Rohr Botanik | βοτανικήBOT