„πέος“: ουδέτερο πέος [ˈpeos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Penis, Glied Penisαρσενικό | Maskulinum, männlich m πέος Gliedαρσενικό | Maskulinum, männlich m πέος πέος