„derb“: Adjektiv derbAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άξεστος, τραχύς, χοντροκομμένος, χυδαίος, χοντρός άξεστος, τραχύς, χοντροκομμένος derb Verhalten, Person derb Verhalten, Person χυδαίος, χοντρός derb Witz derb Witz