„rüde“: Adjektiv rüdeAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απότομος, αγενής απότομος, αγενής rüde rüde
„Rüde“: Maskulinum, männlich RüdeMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-n; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αρσενικός σκύλος αρσενικός σκύλοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Rüde Hund Rüde Hund