„rau“: Adjektiv rauAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τραχύς, σκληρός, βραχνός, δριμύς, άγριος τραχύς, σκληρός rau nicht glatt rau nicht glatt βραχνός rau Stimme rau Stimme δριμύς rau Klima rau Klima άγριος rau Stoff, Sitte rau Stoff, Sitte examples in rauen Mengen σε τεράστιες ποσότητες in rauen Mengen