„άξεστος“: επίθετο, ως επίθετο άξεστος [ˈaksestos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, άξεστη, άξεστο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) grob, plump, taktlos grob, plump, taktlos άξεστος άνθρωπος, συμπεριφορά άξεστος άνθρωπος, συμπεριφορά „άξεστος“: αρσενικό και θηλυκό άξεστος [ˈaksestos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rüpel Rüpelαρσενικό | Maskulinum, männlich m άξεστος άξεστος