„χοντροκομμένος“ χοντροκομμένος [xondrokoˈmenos], χοντροκομμένη, χοντροκομμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) klobig, grob, derb, plump, grob gehackt, grob gemahlen klobig χοντροκομμένος χοντροκομμένος grob, derb, plump χοντροκομμένος αστείο, άνθρωπος χοντροκομμένος αστείο, άνθρωπος grob gehackt χοντροκομμένος κρεμμύδια χοντροκομμένος κρεμμύδια grob gemahlen χοντροκομμένος καφές χοντροκομμένος καφές