„Anbruch“: Maskulinum, männlich AnbruchMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αρχή, ξημέρωμα, ξεκίνημα, σούρουπο αρχήFemininum, weiblich | θηλυκό f Anbruch ξεκίνημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Anbruch Anbruch ξημέρωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Anbruch Tag Anbruch Tag σούρουποNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Anbruch Nacht Anbruch Nacht