„ξημέρωμα“: ουδέτερο ξημέρωμα [ksiˈmeroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tagesanbruch Tagesanbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξημέρωμα ξημέρωμα examples τα ξημερώματα bei Tagesanbruch τα ξημερώματα καλό ξημέρωμα! schlaf gut! καλό ξημέρωμα!