σούρουπο
[ˈsurupo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, σουρούπωμα [suˈrupoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abenddämmerungθηλυκό | Femininum, weiblich fσούρουποDämmerungθηλυκό | Femininum, weiblich fσούρουποσούρουπο