„όριο“: ουδέτερο όριο [ˈorio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Grenze Grenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f όριο όριο examples ανώτατο όριο Maximumουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανώτατο όριο κατώτατο όριο Minimumουδέτερο | Neutrum, sächlich n κατώτατο όριο δεν έχω όρια keine Grenzen kennen δεν έχω όρια ζω κάτω από το όριο της φτώχιας unter der Armutsgrenze leben ζω κάτω από το όριο της φτώχιας όριαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl γηπέδου Bandeθηλυκό | Femininum, weiblich f όριαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl γηπέδου όριο ανοχής Toleranzgrenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f Belastungsgrenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f όριο ανοχής όριο αναστολών Hemmschwelleθηλυκό | Femininum, weiblich f όριο αναστολών όριο εισοδήματος Einkommensgrenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f όριο εισοδήματος όριο ηλικίας Altersgrenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f όριο ηλικίας όριο παγετώνα Schneegrenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f όριο παγετώνα όριο πόνου Schmerzgrenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f όριο πόνου όριο ταχύτητας Geschwindigkeitsbeschränkungθηλυκό | Femininum, weiblich f όριο ταχύτητας όριο της φτώχιας Armutsgrenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f όριο της φτώχιας όριο φόρτωσης Belastungsgrenzeθηλυκό | Femininum, weiblich f όριο φόρτωσης hide examplesshow examples