Grenze
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- σύνοραNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplGrenzeGrenze
- όριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nGrenze in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigGrenze in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
examples