ρολόι
[roˈloi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <γενική | Genitivgen; -γιού; πληθυντικός | Pluralpl; -για>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Uhrθηλυκό | Femininum, weiblich fρολόι κ. μετρητήςρολόι κ. μετρητής