μπουκάλι
[buˈkali]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Flascheθηλυκό | Femininum, weiblich fμπουκάλιμπουκάλι
examples
- επιστρεφόμενο μπουκάλιPfandflascheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- με το μπουκάλι
- μπουκάλι αρώματοςParfümfläschchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples