„χιονοδρομικός“ χιονοδρομικός [çonoðromiˈkos], χιονοδρομική, χιονοδρομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ski- Ski- χιονοδρομικός χιονοδρομικός examples χιονοδρομικό άλμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Sprunglaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m χιονοδρομικό άλμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n χιονοδρομικό καταφύγιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Skihütteθηλυκό | Femininum, weiblich f χιονοδρομικό καταφύγιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n χιονοδρομικό κέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich n Skigebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n χιονοδρομικό κέντροουδέτερο | Neutrum, sächlich n