„Skihütte“: Femininum, weiblich SkihütteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χιονοδρομικό καταφύγιο χιονοδρομικό καταφύγιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Skihütte Skihütte