„Belichtung“: Femininum, weiblich BelichtungFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έκθεση στο φως έκθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f στο φωςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Belichtung Belichtung