Rußfilter
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- φίλτροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n σωματιδίωνRußfilter besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Auto | αυτοκίνητοAUTORußfilter besonders | ιδίως, ιδιαίτεραbesonders Auto | αυτοκίνητοAUTO