„τρίχα“: θηλυκό τρίχα [ˈtrixa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Haar Haarουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρίχα τρίχα examples παρά τρίχα um ein Haar παρά τρίχα γλίτωσε παρά τρίχα τον θάνατο οικείο | umgangssprachlichοικ er/sie wäre um ein Haar ums Leben gekommen γλίτωσε παρά τρίχα τον θάνατο οικείο | umgangssprachlichοικ στην τρίχα piekfein στην τρίχα τρίχεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl στον αυχένα Nackenhaarουδέτερο | Neutrum, sächlich n τρίχεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl στον αυχένα hide examplesshow examples