„Nackenhaar“: Neutrum, sächlich NackenhaarNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τρίχες στον αυχένα τρίχεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl στον αυχένα Nackenhaar Nackenhaar