τρέχων
[ˈtrexon], τρέχουσα, τρέχονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- laufendτρέχων λογαριασμός, έξοδατρέχων λογαριασμός, έξοδα
examples
- τρέχουσα αξίαθηλυκό | Femininum, weiblich fTageskursαρσενικό | Maskulinum, männlich mMarktwertαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τρέχουσα ιστορίαθηλυκό | Femininum, weiblich fZeitgeschichteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τρέχουσα τιμήθηλυκό | Femininum, weiblich fMarktpreisαρσενικό | Maskulinum, männlich m