„αξία“: θηλυκό αξία [aˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wert Wertαρσενικό | Maskulinum, männlich m αξία αξία examples χωρίς αξία wertlos χωρίς αξία δίνω αξία Wert legen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) δίνω αξία αξίας+γενική | +Genitiv +gen im Wert von αξίας+γενική | +Genitiv +gen αξία κατά προσέγγιση μαθηματικά | Mathematikμαθ Näherungswertαρσενικό | Maskulinum, männlich m αξία κατά προσέγγιση μαθηματικά | Mathematikμαθ αξία κτήσης Anschaffungswertαρσενικό | Maskulinum, männlich m αξία κτήσης αξία μετοχών Aktienkurseπληθυντικός | Plural pl αξία μετοχών αξία νέου Neuwertαρσενικό | Maskulinum, männlich m αξία νέου αξία χρυσού Goldwertαρσενικό | Maskulinum, männlich m αξία χρυσού hide examplesshow examples