σωλήνας
[soˈlinas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- σωλήνας
- Schlauchαρσενικό | Maskulinum, männlich mσωλήνας ποτίσματοςσωλήνας ποτίσματος
- Wasserleitungθηλυκό | Femininum, weiblich fσωλήνας υδροσωλήναςσωλήνας υδροσωλήνας
examples
- σωλήνας αποχέτευσηςAbflussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σωλήνας θέρμανσηςHeizungsrohrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σωλήνας ποτίσματος κήπουGartenschlauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples