„Heizungsrohr“: Neutrum, sächlich HeizungsrohrNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σωλήνας θέρμανσης σωλήναςMaskulinum, männlich | αρσενικό m θέρμανσης Heizungsrohr Heizungsrohr